1 δικαιωμα
(τῶν ἄλλων δικαιωμάτων ἀφιέναι Plat.)
(δ. τὸ ἐπανόρθωμα τοῦ ἀδικήματος Arst.)
(τοῦ θεοῦ NT.)
(ἐκ πολλῶν παραπτωμάτων NT.)
Древнегреческо-русский словарь > δικαιωμα